- ἐπικέφαλον
- ἐπικέφᾰλ-ον, τό,A head of battering-ram, Ath.Mech.23.8.II. money distributed at so much a head, head-money, IG12(5).946.22 ([place name] Tenos); = ἐπικεφάλιον, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικέφαλον — ἐπικέφαλον, τό (AM) [κεφαλή] μσν. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, περικεφαλαία 2. (για άλογο) προμετωπίδα αρχ. 1. η κεφαλή τού πολιορκητικού κριού 2. χρηματικό ποσό που διανέμεται κατ’ άτομο … Dictionary of Greek
ἐπικέφαλον — head of battering ram neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεφάλου — ἐπικέφαλον head of battering ram neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικέφαλα — mouth downwards indeclform (adverb) ἐπικέφαλον head of battering ram neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)